- φλεγέθω
- Α(ποιητ. τ.)1. (μτβ.) καταφλέγω> κατακαίω («πῦρ πόλιν φλεγέθει», Ομ. Ιλ.)2. (αμτβ.) α) φλέγομαι, καίγομαι («πυρσοί τε φλεγέθουσι», Ομ. Ιλ.)β) (κυριολ. και μτφ.) λάμπω, αστράφτω (α. «κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.β. «Διὸς ἵμερος... παντᾶ τοι φλεγέθει κἀν σκότῳ μελαίνᾳ ξὺν τύχᾳ μερόπεσσι λαοῖς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. ο οποίος απαντά μόνο στον ενεστ. και έχει σχηματιστεί από τη ρίζα του ρ. φλέγω* με το ενεστωτικό επίθημα -έ-θω, που δηλώνει εμφαντικά το τέλος τής πράξης (πρβλ. θαλ-έ-θω: θάλλω, τελ-έθω: τέλομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.